- κοχλιοφόρος
- ος , ον привинченный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοχλιοφόρος — ο εφοδιασμένος με κοχλία, βιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κοχλίας — I (Ανατ.). Δομή του εσωτερικού αφτιού. Αποτελείται από έναν ελικοειδή σωλήνα που μοιάζει με κοχλία και διαιρείται σε τρία τμήματα, γεμάτα με υγρό (περιλέμφος). Τα δύο από αυτά αποτελούν κανάλια για τη μετάδοση της υδραυλικής πίεσης και το τρίτο… … Dictionary of Greek